- σπάδικας
- ο / σπάδιξ, -ικος, ὁ και ἡ, ΝΑνεοελλ.1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας, στην οποία τα άνθη φύονται σε έναν διογκωμένο σαρκώδη άξονα, όπως είναι λ.χ. η θηλυκή ταξιανθία τού αραβοσίτου2. ζωολ. συγχώνευση τών εσωτερικών λοβών τών πλοκάμων τού κεφαλόποδου μαλακίου ναυτίλοςαρχ.1. κομμένο κλαδί φοίνικα, συνήθως με καρπό («πρῶτος ἐν Δήλῳ Θησεὺς ἀγῶνα ποιῶν, ἀπέσπασε κλάδον τοῡ ἱεροῡ φοίνικος, ᾗ καὶ σπάδιξ ὠνομάσθη», Πολυδ.)2. ἔγχορδο όργανο, παρόμοιο με τη λύρα3. φλοιός που έχει αποσπαστεί από την ρίζα πουρναριού4. ως επίθ. ξανθοκόκκινος, πυρρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα- τού σπάω / σπῶ με οδοντική παρέκταση -δ- (πρβλ. σπάδων) + επίθημα -ιξ, πρβλ. φοῖν-ιξ (βλ. και λ. σπάω). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. spadix)].
Dictionary of Greek. 2013.